- νταγιάντισμα
- τό1) терпение, выносливость; 2) действие по гл. νταγιαντίζω 2
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νταγιάντισμα — το [νταγιαντίζω] το αποτέλεσμα τού νταγιαντίζω, ανοχή, υπομονή … Dictionary of Greek